ὑπνωτικῶν

ὑπνωτικῶν
ὑπνωτικός
inclined to sleep
fem gen pl
ὑπνωτικός
inclined to sleep
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ναρκοανάλυση — Μέθοδος ψυχοθεραπείας, η οποία, με τη χορήγηση υπνωτικών σε κατάλληλες δόσεις, τείνει να διευκολύνει την ψυχανάλυση του ασθενούς και την απελευθέρωση από το υποσυνείδητο του αναμνήσεων σημαντικού συναισθηματικού φορτίου. Για τον σκοπό αυτό… …   Dictionary of Greek

  • υπνωτικός — ή, ό / ὑπνωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπνῶ, όω] 1. αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί νύστα («ψυκτικὰ τὰ πλεῑστα τῶν ὑπνωτικῶν φαρμάκων ἐστί», Πλούτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το υπνωτικό(ν) ουσία που φέρνει ύπνο νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… …   Dictionary of Greek

  • αδαλίνη — Άλλη ονομασία της οργανικής ενώσεως βρωμιοδιαιθυλακετυλουρία. Τύπος C(2C2H5)Br CONHCONH2 και σημείο τήξης 115 117°C. Χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παρασκευή ηρεμιστικών, υπνωτικών κλπ. φαρμάκων …   Dictionary of Greek

  • Άρβιντ — (ArvidCarlsson,Ουψάλα,Σουηδία1923–). Σουηδός επιστήμονας της φαρμακολογίας. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Λουντ στη Σουηδία, όπου εκπόνησε και τη διδακτορική του διατριβή. Το 1959 ανακηρύχθηκε καθηγητής φαρμακολογίας στο πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • Βιλστέτερ, Ρίχαρντ — (Richard Willstätter, Καρλσρούη 1872 – Λοκάρνο 1942).Γερμανός χημικός. Σπούδασε χημεία στο Μόναχο, με καθηγητή τον Άντολφ φον Μπέγερ, και αργότερα δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, στο Ινστιτούτο Κάιζερ Γουλιέλμου του Βερολίνου και στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”